φιλόκομπος

φιλόκομπος
-ον, ΜΑ
αυτός που τού αρέσει να κομπάζει, να είναι αλαζόνας.
επίρρ...
φιλοκόμπως Α
με κομπαστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κομπος (< κόμπος [Ι] «καύχηση»), πρβλ. ματαιό-κομπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοκομπώ — έω, Α [φιλόκομπος] είμαι φιλόκομπος*, μού αρέσει να φέρομαι αλαζονικά, να κομπάζω …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκομπία — ἡ, Α [φιλόκομπος] τάση για αλαζονική συμπεριφορά, για κομπασμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”